- tun
- tun[tuːn]<tut, tat, getan>I. vt1. (machen) κάνω,• gibt es noch etwas zu ? υπάρχει ακόμη κάτι που πρέπει να γίνει;,• so, das wäre getan λοιπόν, η δουλειά έγινε,• damit ist es nicht getan αυτό δεν αρκεί,• das ist leichter gesagt als getan αυτό είναι εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις,• ich habe Wichtigeres zu , als … έχω να κάνω σπουδαιότερα πράγματα από το να …,• du kannst und lassen, was du willst μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις,• was kann ich für Sie ? τι μπορώ να κάνω για σας;,• so etwas tut man nicht δεν πρέπει να κάνει κανείς κάτι τέτοιο,• tu das nicht! μην το κάνεις αυτό!,• tu's doch! κάν' το λοιπόν!,• ich habe mein Bestes getan έκανα ό,τι μπορούσα,• man tut, was man kann κάνει κανείς ό,τι μπορεί,• hat er dir was getan? σου έκανε τίποτα κακό;,• tu mir doch den Gefallen und … κάνε μου τη χάρη και …2. (setzen, stellen, legen) βάζω,• wohin soll ich das ? πού να το βάλω αυτό;3. (umg: funktionieren) λειτουργώ, δουλεύω,• meine Uhr tut's nicht mehr το ρολόι μου δε δουλεύει πια4. (bedeuten):• das tut nichts zur Sache αυτό δεν έχει σχέσηII. vr:• es tut sich etwas κάτι γίνεταιIII. vi1. (sich geben) παριστάνω, κάνω,• tu doch nicht so! κόψε τους θεατρινισμούς!,• sie tat so, als ob sie schliefe έκανε πως κοιμόταν,• er tat so, als ob nichts gewesen wäre έκανε σαν να μη συνέβαινε τίποτα,• du tätest gut daran zu schweigen καλά θα κάνεις να σιωπήσεις2. (beschäftigt sein):• ich habe noch in der Stadt zu έχω ακόμη δουλειές στην πόλη,• damit habe ich nichts zu δεν έχω καμία σχέση μ' αυτό,• du kriegst es mit mir zu θα έχεις να κάνεις μαζί μου,• ich will nichts mehr mit ihr zu haben δε θέλω να έχω καμία σχέση πλέον μαζί της,• wir haben es hier mit einem Verbrecher zu εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν εγκληματία,• er bekam es mit der Angst zu τον έπιασε φόβος
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.